Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsatisfied
01
ανήσυχος
worried and uneasy
02
ανικανοποίητος, μη ικανοποιημένος
not having had a desire, need, or demand fully met
Παραδείγματα
She left the table still unsatisfied, craving something sweet.
Έφυγε από το τραπέζι ακόμα μη ικανοποιημένη, λαχταρώντας κάτι γλυκό.
His curiosity remained unsatisfied after the vague explanation.
Η περιέργειά του παρέμεινε ανικανοποίητη μετά την αόριστη εξήγηση.
Λεξικό Δέντρο
unsatisfied
satisfied
satisfy



























