Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unscientifically
01
μη επιστημονικά, με μη επιστημονικό τρόπο
in a manner that is not based on scientific principles or methods; lacking scientific rigor or accuracy
Παραδείγματα
The research was unscientifically conducted, leading to unreliable conclusions.
Η έρευνα διεξήχθη με μη επιστημονικό τρόπο, οδηγώντας σε αναξιόπιστα συμπεράσματα.
He unscientifically claimed that the treatment could cure the disease.
Ισχυρίστηκε μη επιστημονικά ότι η θεραπεία θα μπορούσε να θεραπεύσει την ασθένεια.
Λεξικό Δέντρο
unscientifically
scientifically
scientific
science



























