Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unscathed
01
αλώβητος, σώος και αβλαβής
remained free from harm, injury, or damage despite challenging or dangerous circumstances
Παραδείγματα
Despite the car accident, everyone walked away unscathed.
Παρά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, όλοι βγήκαν αβλαβείς.
Against all odds, the fragile vase survived the fall and remained unscathed.
Παρά όλες τις δυσκολίες, το εύθραυστο βάζο επέζησε από την πτώση και παρέμεινε αλώβητο.



























