Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsatisfactory
01
ανικανοποίητος, ανεπαρκής
lacking in quality and not meeting the desired level of satisfaction
Παραδείγματα
The results of the experiment were unsatisfactory and required retesting.
Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν ανικανοποιητικά και απαιτούσαν επανάληψη των δοκιμών.
His explanation for being late was completely unsatisfactory.
Η εξήγησή του για την καθυστέρηση ήταν εντελώς ανικανοποίητη.
Λεξικό Δέντρο
unsatisfactory
satisfactory
satisfy



























