Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unruly
01
ανυπότακτος, απείθαρχος
refusing to accept authority or comply with control
Παραδείγματα
The captain dealt firmly with the ship 's unruly crew.
Ο καπετάνιος αντιμετώπισε αποφασιστικά την απείθαρχη πλήρωμα του πλοίου.
An unruly protest group refused to disperse despite police orders.
Μια απείθαρχη ομάδα διαμαρτυρίας αρνήθηκε να διαλυθεί παρά τις εντολές της αστυνομίας.
1.1
απείθαρχος, θορυβώδης
noisy, disruptive, and lacking discipline or self-control
Παραδείγματα
The unruly crowd disrupted the concert with constant shouting.
Ο ατίθασος όχλος διέκοψε τη συναυλία με συνεχή φωνές.
Teachers struggled to calm the unruly students during the assembly.
Οι δάσκαλοι αγωνίστηκαν να ηρεμήσουν τους άτακτους μαθητές κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης.
1.2
άτακτος, ανεξέλεγκτος
so wild, forceful, or unmanageable that control is impossible
Παραδείγματα
Her unruly hair refused to stay in place despite the hairspray.
Τα ατίθασα μαλλιά της αρνούνταν να μείνουν στη θέση τους παρά το σπρέι μαλλιών.
The river became unruly after days of heavy rain.
Ο ποταμός έγινε ασυγκράτητος μετά από ημέρες ισχυρών βροχοπτώσεων.
Λεξικό Δέντρο
unruliness
unruly
ruly
rule



























