Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsalted
01
ανάλατο
(of food) not containing added salt
Παραδείγματα
The unsalted popcorn catered to those who preferred a plain and unseasoned snack.
Το αλάτιστο ποπκόρν εξυπηρετούσε όσους προτιμούσαν ένα απλό και άνοστο σνακ.
The unsalted crackers provided a neutral base for pairing with various toppings.
Τα αλάτιστα κράκερ παρείχαν μια ουδέτερη βάση για συνδυασμό με διάφορα τοπινγκ.
Λεξικό Δέντρο
unsalted
salted
salt



























