Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrivaled
01
απαράμιλλος, ασύγκριτος
unmatched in quality or excellence
Παραδείγματα
The company 's commitment to innovation and quality has led to the development of an unrivaled product in the market.
Η δέσμευση της εταιρείας για καινοτομία και ποιότητα έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός απαράμιλλου προϊόντος στην αγορά.
Her unrivaled skills in negotiation and diplomacy have made her a respected figure in international relations.
Οι απαράμιλλες δεξιότητές της στη διαπραγμάτευση και τη διπλωματία την έχουν κάνει σεβαστή φιγούρα στις διεθνείς σχέσεις.



























