Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inimitable
01
αμιμήτου, μοναδικός
beyond imitation due to being unique and of high quality
Παραδείγματα
Her inimitable style of singing, with its soulful tone and impeccable technique, set her apart from other artists.
Το απαράμιλλο στυλ τραγουδιού της, με το συναισθηματικό της τόνο και την άψογη τεχνική, την ξεχώριζε από άλλους καλλιτέχνες.
The author 's inimitable storytelling ability captivated readers and earned critical acclaim.
Η απαράμιλλη ικανότητα αφήγησης του συγγραφέα γοήτευσε τους αναγνώστες και κέρδισε επαίνους από τους κριτικούς.
Λεξικό Δέντρο
inimitably
inimitable
inimit



























