inimitable
i
ˌɪ
ι
ni
ˈnɪ
νι
mi
μα
ta
τα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ɪnˈɪmɪtəbə‍l/

Ορισμός και σημασία του "inimitable"στα αγγλικά

inimitable
01

αμιμήτου, μοναδικός

beyond imitation due to being unique and of high quality
example
Παραδείγματα
Her inimitable style of singing, with its soulful tone and impeccable technique, set her apart from other artists.
Το απαράμιλλο στυλ τραγουδιού της, με το συναισθηματικό της τόνο και την άψογη τεχνική, την ξεχώριζε από άλλους καλλιτέχνες.
The author 's inimitable storytelling ability captivated readers and earned critical acclaim.
Η απαράμιλλη ικανότητα αφήγησης του συγγραφέα γοήτευσε τους αναγνώστες και κέρδισε επαίνους από τους κριτικούς.

Λεξικό Δέντρο

inimitably
inimitable
inimit
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store