Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
matchless
01
απαράμιλλος, ασύγκριτος
showing a unique and exceptional quality that is unparalleled or without equal
Παραδείγματα
The chef ’s matchless ability to blend flavors made every dish extraordinary.
Η απαράμιλλη ικανότητα του σεφ να συνδυάζει γεύσεις έκανε κάθε πιάτο εξαιρετικό.
Her matchless elegance and grace captivated everyone in the room.
Η απαράμιλλη κομψότητα και χάρη της γοήτευσε όλους στο δωμάτιο.
Λεξικό Δέντρο
matchless
match



























