Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Iniquity
01
αδικία, κακία
actions that are profoundly immoral or wicked
Παραδείγματα
The novel exposes the iniquity of corrupt officials.
Το μυθιστόρημα αποκαλύπτει την αδικία των διεφθαρμένων υπαλλήλων.
He was condemned for his iniquity in the community.
Καταδικάστηκε για την ανομία του στην κοινότητα.
02
αδικία, ανομία
an action or situation that is not fair or right
Παραδείγματα
The lawmaker 's iniquity deprived citizens of their rights.
Η αδικία του νομοθέτης στέρησε τους πολίτες από τα δικαιώματά τους.
His firing without cause was an iniquity.
Η απόλυσή του χωρίς αιτία ήταν μια αδικία.



























