Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
iniquitous
01
άδικος, ανήθικος
extremely unfair or morally wrong, often seen as sinful
Παραδείγματα
Many argue that child labor is one of the most iniquitous practices in modern times.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παιδική εργασία είναι μια από τις πιο άδικες πρακτικές των σύγχρονων καιρών.
The iniquitous actions of the dictator led to widespread suffering among his people.
Οι άδικες πράξεις του δικτάτορα οδήγησαν σε ευρεία δυστυχία ανάμεσα στον λαό του.
Λεξικό Δέντρο
iniquitously
iniquitous



























