Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inhuman
01
απάνθρωπος, κτηνώδης
lacking compassion, empathy, or decency, often being cruel or brutal
Παραδείγματα
The inhuman treatment of prisoners shocked the international community.
Η απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων σόκαρε τη διεθνή κοινότητα.
His inhuman disregard for others' suffering was evident in his callous remarks.
Η απάνθρωπη αδιαφορία του για τα βάσανά των άλλων ήταν εμφανής στα αναισθητοποίητα σχόλιά του.
02
απάνθρωπος, μη ανθρώπινος
belonging to or resembling something nonhuman
Λεξικό Δέντρο
inhuman
human



























