Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
displeased
01
δυσαρεστημένος, απογοητευμένος
not content or happy with the quality or outcome of something
Παραδείγματα
The teacher was displeased with the students' noisy behavior.
Ο δάσκαλος ήταν δυσαρεστημένος με τη θορυβώδη συμπεριφορά των μαθητών.
The client was dissatisfied with the final design of the website.
Ο πελάτης ήταν δυσαρεστημένος με την τελική σχεδίαση του ιστότοπου.
Λεξικό Δέντρο
displeased
pleased
please



























