Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpolluted
01
αμόλυντος, καθαρός
free from admixture with noxious elements; clean
Παραδείγματα
They moved to the countryside to enjoy unpolluted air and natural surroundings.
Μετακόμισαν στην ύπαιθρο για να απολαύσουν μη μολυσμένο αέρα και φυσικό περιβάλλον.
The unpolluted air of the countryside was a welcome relief after the city smog.
Ο μη μολυσμένος αέρας της ύπαιθρου ήταν μια καλοδεχούμενη ανακούφιση μετά το σμόγκ της πόλης.
Λεξικό Δέντρο
unpolluted
polluted
pollute



























