Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uneventful
01
χωρίς περιστατικά, ασήμαντος
lacking notable or interesting events or activities
Παραδείγματα
The flight was uneventful and arrived on time.
Η πτήση ήταν χωρίς περιστατικά και έφτασε εγκαίρως.
He spent an uneventful day at home reading books.
Πέρασε μια ανέκφορη μέρα στο σπίτι διαβάζοντας βιβλία.
Λεξικό Δέντρο
uneventfully
uneventful
eventful
event



























