Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unethical
01
ανήθικος, μη ηθικός
involving behaviors, actions, or decisions that are morally wrong
Παραδείγματα
It was considered unethical to take credit for someone else ’s work.
Θεωρούνταν ανήθικο να παίρνεις την πίστωση για τη δουλειά κάποιου άλλου.
The company faced backlash for its unethical business practices.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αντιδράσεις για τις ανήθικες επιχειρηματικές της πρακτικές.
Λεξικό Δέντρο
unethical
ethical
ethic



























