unethical
un
ˈʌn
αν
e
ɛ
ε
thi
θɪ
θι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/ʌnˈɛθɪkə‍l/

Ορισμός και σημασία του "unethical"στα αγγλικά

01

ανήθικος, μη ηθικός

involving behaviors, actions, or decisions that are morally wrong
example
Παραδείγματα
It was considered unethical to take credit for someone else ’s work.
Θεωρούνταν ανήθικο να παίρνεις την πίστωση για τη δουλειά κάποιου άλλου.
The company faced backlash for its unethical business practices.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αντιδράσεις για τις ανήθικες επιχειρηματικές της πρακτικές.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store