LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unerring
/ʌnˈɜːɹɪŋ/
/ʌnˈɛɹɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unerring"
unerring
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αλάνθαστος
always accurate and reliable
inerrable
inerrant
Παράδειγμα
The
unerring
aim
of
the
archer
resulted in
bullseyes
with
every
shot
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App