Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unessential
01
μη ουσιώδης, περιττός
not necessary or crucial and capable of being omitted without affecting the main aspects
Παραδείγματα
His comments were unessential to the main discussion.
Τα σχόλιά του ήταν μη απαραίτητα για την κύρια συζήτηση.
The decorations are nice but unessential, we can skip them.
Οι διακοσμήσεις είναι ωραίες αλλά μη απαραίτητες, μπορούμε να τις παραλείψουμε.
Λεξικό Δέντρο
unessential
essential
essent



























