Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
twofold
Παραδείγματα
The company 's profits increased twofold after the successful launch of a new product.
Τα κέρδη της εταιρείας αυξήθηκαν διπλάσια μετά την επιτυχή κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος.
The team 's productivity improved twofold with the implementation of new software.
Η παραγωγικότητα της ομάδας βελτιώθηκε διπλάσια με την εφαρμογή του νέου λογισμικού.
twofold
01
διπλός, δίπλευρος
possessing two distinctly different aspects or qualities
Παραδείγματα
The twofold nature of the policy included both economic incentives and environmental protections.
Η διττή φύση της πολιτικής περιελάμβανε τόσο οικονομικά κίνητρα όσο και περιβαλλοντικές προστασίες.
Her role in the project was twofold, involving both leadership and technical support.
Ο ρόλος της στο έργο ήταν διπλός, περιλαμβάνοντας τόσο την ηγεσία όσο και την τεχνική υποστήριξη.
Παραδείγματα
The twofold increase in sales exceeded the company's expectations.
Η διπλή αύξηση των πωλήσεων ξεπέρασε τις προσδοκίες της εταιρείας.
The twofold expansion of the company's operations required additional staff.
Η διπλή επέκταση των εργασιών της εταιρείας απαιτούσε πρόσθετο προσωπικό.
Λεξικό Δέντρο
twofold
two
fold



























