Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Two-wheeler
01
δίτροχο, όχημα με δύο τροχούς
a vehicle with two wheels, typically a bicycle or motorcycle
Παραδείγματα
She rode her two-wheeler to the park every morning.
Οδηγούσε το δίτροχο της στο πάρκο κάθε πρωί.
He decided to buy a two-wheeler for his daily commute.
Αποφάσισε να αγοράσει ένα δίτροχο όχημα για την καθημερινή του μετακίνηση.



























