Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
doubled
Παραδείγματα
The doubled budget allowed the project to expand significantly.
Ο διπλασιασμένος προϋπολογισμός επέτρεψε στο έργο να επεκταθεί σημαντικά.
Her doubled income after the promotion was a major financial boost.
Το διπλασιασμένο εισόδημά της μετά την προαγωγή ήταν μια μεγάλη οικονομική ώθηση.
Λεξικό Δέντρο
redoubled
doubled
double



























