Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
twice
01
δύο φορές, σε δύο περιπτώσεις
for two instances
Παραδείγματα
She visited the museum twice.
Επισκέφτηκε το μουσείο δύο φορές.
He won the championship twice.
Κέρδισε το πρωτάθλημα δύο φορές.
1.1
δύο φορές, σε δύο περιπτώσεις
on two separate occasions within a specific time frame
Παραδείγματα
He goes to the gym twice a week.
Πηγαίνει στο γυμναστήριο δύο φορές την εβδομάδα.
They have team meetings twice a month.
Έχουν ομαδικές συναντήσεις δύο φορές το μήνα.



























