Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bitterly
Παραδείγματα
The workers bitterly complained about their unfair treatment.
Οι εργάτες παραπονέθηκαν πικρά για την άδικη μεταχείρισή τους.
She spoke bitterly of the friendship that ended so suddenly.
Μίλησε πικρά για τη φιλία που τελείωσε τόσο ξαφνικά.
02
πικρά, έντονα
to an extreme or intense degree, especially in opposition or emotion
Παραδείγματα
He remained bitterly opposed to the new leadership.
Παραμένει πικρά αντίθετος με τη νέα ηγεσία.
The candidates were bitterly divided over immigration policy.
Οι υποψήφιοι ήταν πικρά διαιρεμένοι σχετικά με την πολιτική μετανάστευσης.
Παραδείγματα
We walked home through a bitterly cold wind.
Περπατήσαμε σπίτι μέσα από έναν πικρά κρύο άνεμο.
It was bitterly freezing on the mountain that morning.
Ήταν πικρά παγωμένο στο βουνό εκείνο το πρωί.
Λεξικό Δέντρο
bitterly
bitter



























