LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Piercingly
/pˈiəsɪŋlɪ/
/pˈɪɹsɪŋli/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "piercingly"
piercingly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
extremely and sharply
02
in a shrill voice
word family
pierce
pierce
Verb
piercing
Adjective
piercingly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
piercing
pierced earring
pierced
pierce
pier table
pierid
pierid butterfly
pieridae
pieris brassicae
pieris floribunda
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App