Piercingly
volume
British pronunciation/pˈiəsɪŋlɪ/
American pronunciation/pˈɪɹsɪŋli/

Ορισμός και Σημασία του "piercingly"

01

extremely and sharply

02

in a shrill voice

word family

pierce

pierce

Verb

piercing

Adjective

piercingly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store