Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Piety
01
ευσέβεια, θρησκευτικότητα
the quality of showing deep respect for God, religious practices, or moral principles
Παραδείγματα
Her piety was evident in her daily prayers.
Η ευλάβειά της ήταν εμφανής στις καθημερινές της προσευχές.
The monk was admired for his humility and piety.
Ο μοναχός θαυμαζόταν για την ταπεινοφροσύνη και την ευλάβειά του.
Λεξικό Δέντρο
impiety
piety



























