piety
pie
ˈpaɪə
παια
ty
ti
τι
British pronunciation
/pˈa‍ɪ‍əti/

Ορισμός και σημασία του "piety"στα αγγλικά

01

ευσέβεια, θρησκευτικότητα

the quality of showing deep respect for God, religious practices, or moral principles
example
Παραδείγματα
Her piety was evident in her daily prayers.
Η ευλάβειά της ήταν εμφανής στις καθημερινές της προσευχές.
The monk was admired for his humility and piety.
Ο μοναχός θαυμαζόταν για την ταπεινοφροσύνη και την ευλάβειά του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store