Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
piffling
01
ασήμαντος, τετριμμένος
insignificant or of little importance
Παραδείγματα
The argument over the color of the office walls seemed piffling compared to the larger issues facing the company.
Η διαφωνία για το χρώμα των τοίχων του γραφείου φαινόταν ασήμαντη σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία.
Despite the piffling error in the document, the overall content remained accurate and informative.
Παρά το ασήμαντο λάθος στο έγγραφο, το συνολικό περιεχόμενο παρέμεινε ακριβές και κατατοπιστικό.
Λεξικό Δέντρο
piffling
piffle



























