LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bitters
/bˈɪtəz/
/ˈbɪtɝz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bitters"
Bitters
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
alcoholic liquor flavored with bitter herbs and roots
word family
bitters
bitters
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bitternut hickory
bitternut
bitterness
bittern
bitterly
bittersweet
bittersweet chocolate
bitterweed
bitterwood
bitterwood tree
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App