Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
surplus
01
πλεονάζων, περιττός
more than is needed, desired, or required
Παραδείγματα
The warehouse had a surplus inventory of winter coats after the mild season.
Η αποθήκη είχε πλεόνασμα αποθέματος χειμερινών παλτό μετά την ήπια εποχή.
The farmer sold his surplus produce at the local market.
Ο αγρότης πούλησε το πλεόνασμα παραγωγής του στην τοπική αγορά.
Surplus



























