Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spooky
01
τρομακτικός, αποκρουστικός
unsettling in a way that causes feelings of fear or unease
Παραδείγματα
The old, abandoned house had a spooky atmosphere, with creaking floorboards and shadowy corners.
Το παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι είχε μια μακάβρια ατμόσφαιρα, με τρίζοντα πατώματα και σκοτεινές γωνίες.
Walking through the dense forest at night felt spooky, with strange noises echoing around.
Το περπάτημα μέσα από το πυκνό δάσος τη νύχτα ένιωθε μακάβριο, με παράξενους ήχους να αντηχούν γύρω.
02
τρομακτικός, ανήσυχος
(of a person) feeling scared or uneasy
Παραδείγματα
I felt spooky walking through the dark hallway alone.
Ένιωσα τρομακτικά περπατώντας μόνος στο σκοτεινό διάδρομο.
The empty house made her feel spooky, even in daylight.
Το άδειο σπίτι την έκανε να νιώθει παραξενα, ακόμα και με φως της ημέρας.
03
νευρικός, εύκολα τρομαγμένος
(of a horse) easily startled or frightened by unexpected movements or unfamiliar objects
Παραδείγματα
The spooky horse bucked when a bird flew out of the bushes.
Το φοβισμένο άλογο έριξε λάκτισμα όταν ένα πουλί πετάχτηκε από τους θάμνους.
Her spooky pony would shy away from anything that moved suddenly.
Το φοβισμένο πόνι της θα απομακρυνόταν από οτιδήποτε κινούνταν ξαφνικά.
Λεξικό Δέντρο
spookily
spooky
spook



























