Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
skittish
01
εύκολα τρομαγμένος, φοβιτσιάρης
(of a horse) easily scared by sudden movements or unfamiliar situations
Παραδείγματα
The skittish foal bolted at the sound of the dog barking.
Το δειλό πουλάρι έφυγε τρέχοντας με τον ήχο του γαύγισμα του σκύλου.
The trainer had to work with the skittish mare to calm her nerves before the race.
Ο εκπαιδευτής έπρεπε να δουλέψει με την ευέξαπτη φοράδα για να ηρεμήσει τα νεύρα της πριν από τον αγώνα.
Λεξικό Δέντρο
skittishly
skittishness
skittish
skit



























