Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sparkling
01
λαμπερός, αστραφτερός
shining brightly with flashes of light
Παραδείγματα
The sparkling stars filled the night sky, creating a mesmerizing sight.
Τα λαμπερά αστέρια γέμισαν τον νυχτερινό ουρανό, δημιουργώντας μια μαγευτική θέα.
She wore a dress adorned with sparkling sequins that shimmered in the light.
Φορούσε ένα φόρεμα διακοσμημένο με αστραφτερά πέταλα που λάμπεραν στο φως.
02
αφρώδης, ανθρακούχος
(of drinks) containing bubbles or carbonation
Παραδείγματα
She enjoyed sipping sparkling water with a slice of lemon for a refreshing twist.
Απολάμβανε να πίνει ανθρακούχο νερό με μια φέτα λεμονιού για μια δροσιστική πινελιά.
He poured glasses of sparkling cider to celebrate the special occasion.
Έριξε ποτήρια αφρώδους μηλίτη για να γιορτάσει την ειδική περίσταση.
Παραδείγματα
Her sparkling personality made her the life of every party.
Η λαμπερή της προσωπικότητα την έκανε την ψυχή κάθε πάρτι.
The children ’s sparkling laughter filled the playground with joy.
Το λαμπερό γέλιο των παιδιών γέμισε την παιδική χαρά με χαρά.
Λεξικό Δέντρο
sparkling
sparkle



























