Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
glistering
01
λαμπερός, αστραφτερός
sparkling or shimmering with a radiant quality
Παραδείγματα
The glistering snow covered the ground, sparkling under the midday sun.
Το λαμπερό χιόνι κάλυπτε το έδαφος, λάμποντας κάτω από το μεσημεριανό ήλιο.
The glistering stars twinkled in the clear night sky, creating a magical atmosphere.
Τα λαμπερά αστέρια λάμπουν στον καθαρό νυχτερινό ουρανό, δημιουργώντας μια μαγική ατμόσφαιρα.



























