Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
glinting
01
λαμπερός, αστραφτερός
sparkling or shining with a brief, sharp light
Παραδείγματα
The glinting surface of the water caught her eye as she walked along the shore.
Η λαμπερή επιφάνεια του νερού τράβηξε την προσοχή της καθώς περπατούσε κατά μήκος της ακτής.
The glinting eyes of the cat watched her from the shadows, full of curiosity.
Τα λαμπερά μάτια της γάτας την παρακολουθούσαν από τις σκιές, γεμάτα περιέργεια.
Λεξικό Δέντρο
glinting
glint



























