Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sparkly
01
αστραφτερός, λαμπερός
glittering or shimmering in a playful and bright way
Παραδείγματα
She wore a sparkly dress that twinkled with every step she took on the dance floor.
Φορούσε ένα αστραφτερό φόρεμα που έλαμπε με κάθε βήμα που έκανε στο πάτωμα του χορού.
The sparkly decorations added a festive touch to the holiday celebration.
Οι αστραφτερές διακοσμήσεις πρόσθεσαν μια εορταστική πινελιά στη γιορτινή γιορτή.
02
λαμπερός, ενθουσιώδης
energetic or full of enthusiasm
Παραδείγματα
Her sparkly personality lit up the room and made everyone feel welcome.
Η λαμπερή της προσωπικότητα φώτισε το δωμάτιο και έκανε όλους να νιώθουν ευπρόσδεκτοι.
The sparkly conversation flowed easily throughout the evening.
Η λαμπερή συζήτηση κυλούσε εύκολα καθ' όλη τη διάρκεια του βραδιού.
Λεξικό Δέντρο
sparkly
sparkle



























