Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spacious
01
ευρύχωρος, ανοιχτός
(of a room, house, etc.) large with a lot of space inside
Παραδείγματα
The spacious living room had high ceilings and ample natural light.
Το ευρύχωρο σαλόνι είχε ψηλές οροφές και άφθονο φυσικό φως.
They enjoyed cooking in the spacious kitchen, with plenty of room for multiple people to work.
Απολάμβαναν να μαγειρεύουν στην ευρύχωρη κουζίνα, με πολύ χώρο για πολλά άτομα να δουλεύουν.
02
ευρύχωρος, εκτεταμένος
grand and wast in scale, scope, or extent
Παραδείγματα
Moving to the city offered them a more spacious and stimulating existence than life on the farm.
Η μετακόμιση στην πόλη τους προσέφερε μια πιο ευρύχωρη και διεγερτική ύπαρξη από τη ζωή στο αγρόκτημα.
Their new home in the suburbs allowed for a spacious lifestyle, filled with opportunities and activities.
Το νέο τους σπίτι στα προάστια επέτρεπε έναν ευρύχωρο τρόπο ζωής, γεμάτο ευκαιρίες και δραστηριότητες.
Λεξικό Δέντρο
spaciously
spaciousness
spacious
space



























