spaceship
space
ˈspeɪs
σπεισ
ship
ˌʃɪp
σιπ
British pronunciation
/spˈe‍ɪsʃɪp/

Ορισμός και σημασία του "spaceship"στα αγγλικά

01

διαστημόπλοιο, διαστημικό λεωφορείο

a kind of spacecraft used by astronauts to explore in space
Wiki
spaceship definition and meaning
example
Παραδείγματα
Scientists are working on developing reusable spaceships to reduce the cost of space exploration.
Οι επιστήμονες εργάζονται για την ανάπτυξη επαναχρησιμοποιήσιμων διαστημικών σκαφών για τη μείωση του κόστους της διαστημικής εξερεύνησης.
The spaceship launched successfully, carrying astronauts on a mission to the Moon.
Το διαστημόπλοιο εκτοξεύτηκε με επιτυχία, μεταφέροντας αστροναύτες σε αποστολή στη Σελήνη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store