Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spaceman
01
αστροναύτης, διαστημικός ταξιδιώτης
someone who travels into space, such as an astronaut
Παραδείγματα
The spaceman conducted scientific experiments in space to study the effects of microgravity on various materials.
Ο αστροναύτης πραγματοποίησε επιστημονικά πειράματα στο διάστημα για να μελετήσει τις επιπτώσεις της μικροβαρύτητας σε διάφορα υλικά.
Children were excited to meet a spaceman who had returned from a mission to the International Space Station.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα να γνωρίσουν έναν αστροναύτη που είχε επιστρέψει από μια αποστολή στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.



























