Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
space-consuming
/spˈeɪskənsˈuːmɪŋ/
/spˈeɪskənsˈuːmɪŋ/
space-consuming
01
καταλαμβάνοντας πολύ χώρο, ογκώδης
taking up a lot of space, potentially causing inefficiency
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καταλαμβάνοντας πολύ χώρο, ογκώδης