Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cavernous
01
σπηλαιώδης, διασταλτός
filled with vascular sinuses and capable of becoming distended and rigid as the result of being filled with blood
02
σπηλαιώδης, τεράστιος σαν σπηλιά
resembling the size or shape of a large cavern
Παραδείγματα
The abandoned warehouse felt cavernous, with high ceilings and echoing footsteps.
Η εγκαταλελειμμένη αποθήκη έμοιαζε σπηλαιώδης, με ψηλά ταβάνια και βήματα που αντηχούσαν.
She entered the cavernous auditorium, amazed at its vast, open space.
Μπήκε στο σπηλαιώδες αμφιθέατρο, έκπληκτη από τον τεράστιο, ανοιχτό χώρο του.
Λεξικό Δέντρο
cavernous
cavern



























