Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sizable
01
σημαντικός, μεγάλος
having a relatively large size
Παραδείγματα
He carried a sizable backpack filled with camping gear for their weekend trip.
Κουβαλούσε ένα μεγάλο σακίδιο γεμάτο με εξοπλισμό κατασκήνωσης για το ταξίδι τους το σαββατοκύριακο.
The apartment had a sizable living room, perfect for entertaining guests.
Το διαμέρισμα είχε ένα ευρύχωρο σαλόνι, ιδανικό για τη διασκέδαση των επισκεπτών.
Παραδείγματα
The company received a sizable donation that greatly helped their new project.
Η εταιρεία έλαβε μια σημαντική δωρεά που βοήθησε πολύ το νέο της έργο.
She took on a sizable responsibility when she agreed to manage the team.
Ανέλαβε μια σημαντική ευθύνη όταν συμφώνησε να διαχειριστεί την ομάδα.
Λεξικό Δέντρο
sizable
size



























