Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Resurgence
01
αναβίωση, ανάκαμψη
the act of bringing something back into active and noticeable existence or prominence
Παραδείγματα
The city 's investment in its historical district sparked a resurgence of tourism.
Η επένδυση της πόλης στην ιστορική της περιοχή προκάλεσε μια ανάκαμψη του τουρισμού.
The artist 's new album led to a resurgence of interest in their music career.
Το νέο άλμπουμ του καλλιτέχνη οδήγησε σε μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη μουσική του καριέρα.
Λεξικό Δέντρο
resurgence
resurge
surge



























