Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Resumption
01
επανέναρξη, συνέχιση
the act of starting again after a pause or interruption
Παραδείγματα
After the power outage, the automatic generator ensured a quick resumption of electricity in the building.
Μετά τη διακοπή ρεύματος, ο αυτόματος γεννήτορας εξασφάλισε τη γρήγορη επανέναρξη της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στο κτίριο.
The rain briefly halted the outdoor event, but the skies cleared, allowing the resumption of the festivities.
Η βροχή σταμάτησε για λίγο την εκδήλωση στο ύπαιθρο, αλλά ο ουρανός ξέκαθαρισε, επιτρέποντας την επανάληψη των εορτασμών.



























