resole
resole
British pronunciation
/ɹɪzˈəʊl/

Ορισμός και σημασία του "resole"στα αγγλικά

to resole
01

αλλαγή σόλας, επανεμφύτευση σόλας

to replace the sole of a shoe with a new one
example
Παραδείγματα
He decided to resole his favorite boots instead of buying a new pair.
Αποφάσισε να αλλάξει τη σόλα στα αγαπημένα του μποτάκια αντί να αγοράσει ένα καινούριο ζευγάρι.
The cobbler offered to resole the shoes with durable rubber for better traction.
Ο τσαγκάρης προσφέρθηκε να αλλάξει τη σόλα των παπουτσιών με ανθεκτικό καουτσούκ για καλύτερη πρόσφυση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store