Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
resistless
01
ανυπόστατος, συντριπτικός
impossible to resist; overpowering
02
ανυπόστατος, χωρίς αντίσταση
offering no resistance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανυπόστατος, συντριπτικός
ανυπόστατος, χωρίς αντίσταση