Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
required
01
απαιτούμενος, απαραίτητος
necessary to be fulfilled or obtained
Παραδείγματα
Attendance at the meeting is required for all employees.
Η παρουσία στη συνάντηση είναι απαραίτητη για όλους τους υπαλλήλους.
Submitting the assignment on time is required to receive full credit.
Η υποβολή της εργασίας εγκαίρως είναι απαραίτητη για να λάβετε πλήρες πίστωση.
Λεξικό Δέντρο
required
require



























