Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
queerly
01
παράξενα, περίεργα
in a way that seems strangely or oddly unusual
Παραδείγματα
He looked at her queerly, puzzled by her unexpected behavior.
Την κοίταξε παράξενα, σαστισμένος από την απρόσμενη συμπεριφορά της.
The painting was arranged queerly on the wall, tilted at an odd angle.
Ο πίνακας ήταν τοποθετημένος παράξενα στον τοίχο, κεκλιμένος σε μια περίεργη γωνία.
02
παραδόξως, περίεργα
in a strange manner
Λεξικό Δέντρο
queerly
queer



























