Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
querulous
01
γκρινιάρης, μεμψίμοιρος
frequently or constantly finding fault and complaining
Παραδείγματα
The querulous customer complained about every dish.
Ο querulous πελάτης παραπονέθηκε για κάθε πιάτο.
The child ’s querulous whining got on everyone ’s nerves.
Το γκρινιάρικο κλάμα του παιδιού τσίμπησε τα νεύρα όλων.
Λεξικό Δέντρο
querulously
querulousness
querulous



























