quell
quell
kwɛl
κουελ
British pronunciation
/kwˈɛl/

Ορισμός και σημασία του "quell"στα αγγλικά

to quell
01

καταστέλλω, καταπνίγω

to forcefully stop or crush something
Transitive: to quell an act of opposition
to quell definition and meaning
example
Παραδείγματα
The military was called in to quell the uprising and restore order.
Ο στρατός κλήθηκε να καταστείλει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την τάξη.
The police used tear gas to quell the protest and disperse the crowd.
Η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να καταστείλει τη διαδήλωση και να διαλύσει το πλήθος.
02

κατευνάζω, ηρεμώ

to reduce or calm fears, doubts, or other negative emotions
Transitive: to quell negative emotions
example
Παραδείγματα
The leader 's reassuring words helped quell the public's growing anxiety about the economic crisis.
Τα καθησυχαστικά λόγια του ηγέτη βοήθησαν να κατευνάσουν το αυξανόμενο άγχος του κοινού για την οικονομική κρίση.
The company issued a statement to quell concerns over the safety of its new product.
Η εταιρεία εξέδωσε δήλωση για να κατευνάσει τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του νέου της προϊόντος.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store