Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
proved
01
αποδεδειγμένος, επιβεβαιωμένος
demonstrated to be true or valid through evidence or testing
Παραδείγματα
A proved theory is widely accepted by the scientific community.
Μια αποδεδειγμένη θεωρία γίνεται ευρέως αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
He relied on his proved skills to excel in the competition.
Βασίστηκε στις αποδεδειγμένες του δεξιότητες για να διακριθεί στον διαγωνισμό.
Λεξικό Δέντρο
unproved
proved
prove



























