Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Propinquity
01
εγγύτητα, γειτνίαση
the state of being near something or someone
Παραδείγματα
The propinquity of their homes made it easy for them to spend time together frequently.
Η εγγύτητα των σπιτιών τους έκανε εύκολο για αυτούς να περνούν χρόνο μαζί συχνά.
The propinquity of the conference venue to the airport made travel convenient for attendees.
Η εγγύτητα του χώρου διάσκεψης με το αεροδρόμιο έκανε ταξίδι βολικό για τους συμμετέχοντες.



























